πολυφόρητος

πολυφόρητος
πολῠφόρ-ητος, ον,
A bearing much, Phot. and Suid.s.v. πολύχουν.
II carried about, well-known, An.Ox.3.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυφόρητος — ον, Μ 1. αυτός που φέρνει πολλά 2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει πολύ σε διάφορα μέρη 3. συνεκδ. αυτός που είναι πολύ γνωστός, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορητός (< φέρω), πρβλ. υψι φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρητον — πολυφόρητος bearing much masc/fem acc sg πολυφόρητος bearing much neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”